εὐφυέστατος

εὐφυέστατος
εὐφυής
well-grown
masc nom superl sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αλέξανδρος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Άλλο όνομα του Πάρη που του δόθηκε επειδή, όταν ήταν μικρός, βοήθησε στη διάσωση των κοπαδιών από επιδρομή ληστών «αλεξήσας ποίμνια», παρέχοντας δηλαδή σε αυτά προστασία. 2. Γιος του Ευρυσθέα, που σκοτώθηκε στον… …   Dictionary of Greek

  • διάβολος — I Κακό και βλαβερό πνεύμα, που εμφανίζεται σε όλες τις θρησκείες και είχε πλούσιες περιγραφές στην κλασική λογοτεχνία, στα κείμενα της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης και στα έργα παλαιών χριστιανών συγγραφέων. Η λέξη δ. σημαίνει συκοφάντης και… …   Dictionary of Greek

  • ευφυής — ές (ΑΜ εὐφυής, ές) αυτός που έχει οξεία αντίληψη, μεγάλη πνευματική ικανότητα, εύστροφος, έξυπνος («η σκέψη του ήταν ευφυέστατη») μσν. ταιριαστός αρχ. 1. αυτός που έχει καλή διάπλαση, καλοφτιαγμένος, καλοσχηματισμένος («πόδας εὐφυεῑς», Αριστοτ.)… …   Dictionary of Greek

  • κωλοπετσωμένος — η, ο ευφυέστατος, ικανότατος, αλλά και παμπόνηρος («μην προσπαθήσεις να τόν κοροϊδέψεις, είναι κωλοπετσωμένος»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κωλο * + πετσωμένος < πετσώνω «επενδύω, περιβάλλω με δέρμα» < πετσί] …   Dictionary of Greek

  • νους — ο (ΑΜ νοῡς, Α και ασυναίρ. τ. νόος) 1. η ικανότητα τού νοείν, σε αντιδιαστολή προς το αισθάνεσθαι, η δύναμη που χαρακτηρίζει τον άνθρωπο να σκέφτεται λογικά, το σύνολο τών λειτουργιών τού ανθρώπινου εγκεφάλου, νόηση, διάνοια («τυφλὸς τὰ τ ὦτα τόν …   Dictionary of Greek

  • πανευμήχανος — ον, Μ εξαιρετικά ευφυής, ευφυέστατος, εφευρετικότατος, πάρα πολύ επιτήδειος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + εὐμήχανος «επινοητικός»] …   Dictionary of Greek

  • σπίρτο — το, Ν 1. τεχνολ. μικρό και λεπτό κομμάτι από ξύλο ή χαρτόνι στο ένα άκρο τού οποίου υπάρχει κεφαλή από εύφλεκτο υλικό που μπορεί να αναφλεγεί με τριβή σε κατάλληλη επιφάνεια, το πυρείο 2. (κν. ονομ.) α) απόσταγμα οίνου, οινόπνευμα β) ποτό που… …   Dictionary of Greek

  • τετραπέρατος — η, ο / τετραπέρατος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. ευφυέστατος, πανέξυπνος μσν. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα τετραπέρατα τα τέσσερα πέρατα τού κόσμου μσν. αρχ. αυτός που έχει τέσσερα πέρατα («προνοητοῡ πάσης τῆς τετραπεράτου... κτίσεως», Γρηγ. Νύσσ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Κατρακάζης — Επώνυμο οικογένειας, η οποία καταγόταν από τη Μάνη και μετανάστευσε στη Ρωσία. Άκμασε κατά τον 18o και τον 19o αι. Είναι γνωστή και ως Κατρακάζυ ή Κατακάζη ή Κατακάζυ. 1. Γαβριήλ (1787 – 1868).Διπλωμάτης.Το 1818 υπηρέτησε ως υπάλληλος της ρωσικής …   Dictionary of Greek

  • Πέιν, Τόμας — (Paine Thomas, Θέτφορντ, Νόρφοκ 1737 – Νέα Υόρκη 1809). Άγγλος πολιτικός και συγγραφέας. Ύστερα από μια ζωή άσωτη και τυχοδιωκτική, εγκαταστάθηκε το 1774 στη Φιλαδέλφεια, όπου τον είχε στείλει ο Βενιαμίν Φραγκλίνος. Εκεί ο Π. βρήκε το κατάλληλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”